μπαρούφα

μπαρούφα
η
1. ανοησία, σαχλαμάρα
2. αβάσιμη καυχησιολογία
3. άκακο ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. baruffa «φασαρία, καβγάς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπαρούφα — η (λ. ιταλ.), σαχλαμάρα, ανοησία: Σταμάτα να λες μπαρούφες! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπαρούφας — ο [μπαρούφα] αυτός που λέει μπαρούφες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”