Dictionary of Greek. 2013.
μπαρούφα — η (λ. ιταλ.), σαχλαμάρα, ανοησία: Σταμάτα να λες μπαρούφες! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρούφας — ο [μπαρούφα] αυτός που λέει μπαρούφες … Dictionary of Greek